εὐρεῖ

εὐρεῖ
εὐρύς
wide
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐρέι — εὐρέϊ , εὐρύς wide masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρει — εὖρος the East wind neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὔρεϊ , εὖρος the East wind neut dat sg (epic ionic) εὖρος the East wind neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρεῖ' — εὐρεῖα , εὐρύς wide fem nom/voc sg (ionic) εὐρεῖαι , εὐρύς wide fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὕρει — εὑρίσκω find aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VULCANUS — I. VULCANUS Iunonis filius, Hesiod. in Theog. v. 927. Η῞ρῃ δ᾿ Η῞φαιςτον κλυτὸν εν φιλότητι μιγεῖσα, Hunc quidam voluerunt, subventaneo conceptu fuilssegenitum sine patre, quem tamen Homer. e patre Iove Iunonequt matre natum esse putavit. Fuerunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεκατιστής — ο (AM δεκατιστής) μσν. νεοελλ. ο δεκατευτής, αυτός που συγκεντρώνει τον φόρο τής δεκάτης νεοελλ. παροιμ. «όταν θα ρθεί ο δεκατιστής, ας δεκατίσει ό,τι εύρει» όποιος και νά ρθει, δεν θα μού πάρει τίποτε, γιατί δεν έχω τίποτε αρχ. αυτοί που… …   Dictionary of Greek

  • ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… …   Dictionary of Greek

  • εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”